Άδης

Άδης
Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών, πιο τυχεροί, κέρδισαν στον κλήρο ο πρώτος τη γη και ο δεύτερος τη θάλασσα. Στον πόλεμο με τους Τιτάνες, ο Ά. φορούσε την κυνή, μια περικεφαλαία που τον έκανε αόρατο, γι’ αυτό και ονομάστηκε Άιδης, που σημαίνει αόρατος. Στη σκοτεινή υπόγεια κατοικία του, ο Ά. βασίλευε μαζί με την Περσεφόνη, έκρινε τους νεκρούς και τιμωρούσε τις επιορκίες. Μερικοί έλεγαν πως ο Ά. συνοδεύει ο ίδιος τους νεκρούς στον Κάτω Κόσμο με το άρμα του, άλλες πηγές όμως παρουσιάζουν ως ψυχοπομπό θεό τον Ερμή. O Ά. είναι εχθρός κάθε ζωής, άκαρδος και αμείλικτος, μισητός από θεούς και ανθρώπους. Για την Περσεφόνη έλεγαν πως χωρίς τη θέλησή της δεν μπορούσε κανείς να κατέβει στον Ά., ούτε νεκρός ούτε ζωντανός. Ο Πλούτων δεν δεχόταν κανέναν ζωντανό στο βασίλειό του. Πολλοί ήρωες, όμως, περιφρόνησαν αυτή την παντοδυναμία του Πλούτωνα, όπως o Ορφέας, που μαλάκωσε τη σκληρή καρδιά του Πλούτωνα με τη λύρα του και πήρε πίσω την αγαπημένη του Ευρυδίκη. Τόλμησαν επίσης να μπουν ο Πειρίθους, o Θησέας, καθώς και ο Ηρακλής, που έσπασε τα πλευρά του βοσκού του Ά. Μενοιτίου και ανάγκασε την Περσεφόνη να τον ικετεύσει για να μην τη σκοτώσει. Σύμφωνα με τη μυθολογία μας, ο κόσμος των νεκρών, που αποτελούσε το βασίλειο του Ά., βρισκόταν στα σκοτεινά τρίσβαθα της γης. Ο χώρος αυτός λεγόταν «εν Άδου (οίκω)», «δόμος Άιδος» (στον Όμηρο), «Άιδος είσω». Η Ιλιάδα και οι μεταγενέστερες πηγές εμφανίζουν τον Ά. κάτω από τη γη, η Οδύσσεια όμως τον τοποθετεί στα πέρατα της Γης, όπου ο Οδυσσέας έφτασε πλέοντας τη δυτική όχθη του ποταμού Ωκεανού. Ήταν μια ακτή με δέντρα άκαρπα, ψηλές μαύρες λεύκες και ιτιές (άλση της Περσεφόνης). Εκεί ζούσαν οι Κιμμέριοι, λαός μυθικός, που η ανήλιαγη χώρα τους ήταν σκεπασμένη με αιώνια ομίχλη. Το έδαφος αυτής της περιοχής ήταν ένα λιβάδι με ασφόδελους (θάμνοι που φυτεύουν συνήθως στους τάφους). Ο χώρος του Ά. είναι τεράστιος, σκοτεινός, ευρώεις (μουχλιασμένος), τρομακτικός. Κοντά στις μεγάλες πύλες του κατοικούσαν τα φρικώδη τέρατα Άρπυιες, που είχαν χέρια και πόδια ανθρώπου, νύχια αρπακτικού, σώμα φτερωτό, αφτιά αρκούδας, πρόσωπο παρθένου, χλωμό και πεινασμένο, γιατί ξερνούσαν ό,τι έτρωγαν, και φοβερή κακοσμία. Τον Ά. φύλαγε ο Κέρβερος. Στην είσοδο του Ά. έμεναν όλα τα άγρια τέρατα, το Γήρας, οι Λύπες, οι Ασθένειες, ο Φόβος, ο Θάνατος, ο Ύπνος, η Διχόνοια, οι Ευμενίδες, η Σκύλλα και η Χάρυβδις, ο Βριάρεως, η Λερναία Ύδρα, η Χίμαιρα, οι Γοργόνες, ο γίγας Γηρυόνης κ.ά. Όλη η περιοχή ήταν πολύ βρόμικη, μύριζε πίσσα και θειάφι. Οι Μοίρες έγραφαν σε έναν κατάλογο όλους όσοι έμελλαν να πεθάνουν εκείνη την ημέρα και η Άτροπος έδινε τον κατάλογο στον Ερμή, που ανέβαινε στον κόσμο και άγγιζε με το κηρύκειο τους μελλοθάνατους. Έπειτα, τους οδηγούσε μέχρι την Αχερουσία λίμνη, όπου τους παρέδιδε στον Αιακό. Κατόπιν έμπαιναν στο πλοιάριο του Χάροντα, ενώ η Μοίρα Κλωθώ εξέταζε καθέναν τους ποιος ήταν, πώς πέθανε και αν είχε ταφεί το σώμα του. Όσοι δεν είχαν ταφεί ήταν υποχρεωμένοι να μείνουν εκατό χρόνια έξω από τον Ά. Ο Χάρων, γιος του Ερέβους και της Νύχτας, ήταν ένας σκυθρωπός γέροντας. Καθένας τού πλήρωνε τον οβολό (κέρμα) για τα πορθμεία, γι’ αυτό έβαζαν πάντα έναν οβολό στο στόμα των νεκρών. Έπειτα o Ερμής και o Χάρων γύριζαν μόνοι πίσω, ενώ οι νεκροί πορεύονταν προς το Δικαστήριο ή Κριτήριο, όπου τους παραλάμβανε η Ερινύα Τισιφόνη και τους έκριναν ο Ραδάμανθυς, ο Μίνως και ο Αιακός. Ανάλογα με τη ζωή που είχαν κάνει, οι νεκροί στέλνονταν στο Καθαρτήριο, στον Τάρταρο ή στα Ηλύσια Πεδία, αφού πρώτα έπιναν νερό από τη λίμνη της Λήθης. Υπήρχαν επίσης περιοχές όπου βρίσκονταν οι σκιές των βρεφών που πέθαναν στη γέννησή τους, οι ψυχές όσων σκοτώθηκαν άδικα, όσων αυτοκτόνησαν από απελπισία, όσων διακρίθηκαν στον πόλεμο και όσων σκοτώθηκαν για ερωτικούς λόγους. Ο Τάρταρος, το δεσμωτήριο των ασεβών και των κακούργων, ήταν περικυκλωμένος από τους ποταμούς του Ά., τον Πυριφλεγέθοντα (πύρινο ποταμό, που είχε φωτιά αντί για νερό) και τον Κωκυτό, που το νερό του αύξανε από τα δάκρυα των νεκρών. Υπήρχαν και άλλα δύο ποτάμια στον Ά., η Στυξ, που αναφέρεται και στην Ιλιάδα, και που τα μαύρα της νερά έζωναν επτά φορές όλο τον Ά., και ο Αχέρων, που χυνόταν στην Αχερουσία λίμνη και τον οποίο χρησιμοποιούσε ο Χάρων για τη μεταφορά των νεκρών. Η Στυξ ήταν αδελφή του Χάροντα και οι στύλοι του παλατιού της στον Ά. έφταναν έως τον ουρανό. Τα νερά της έτρεχαν κάτω από τη γη μέσα στη Νύχτα, μοιρασμένα σε δέκα μέρη. Το δέκατο και τελευταίο μέρος έπεφτε από μια απότομη πέτρα και ήταν ψυχρότατο και θανατηφόρο. Όποιος ορκιζόταν στα νερά της Στυγός και παρέβαινε τον όρκο του φυλακιζόταν στον Τάρταρο, ακόμη και αν ήταν θεός. O Αχέρων ήταν γιος της Δήμητρας, που τον γέννησε σε μια σπηλιά της Κρήτης. Επειδή ανατράφηκε στο σκοτάδι και δεν άντεχε τον ήλιο, κατέβηκε στον Ά. και έγινε ποταμός. Ήταν περιτειχισμένος με τριπλό χάλκινο τείχος και είχε σιδερένιες πύλες και χάλκινο έδαφος. Στην πύλη του φρουρούσαν η Μέγαιρα και οι Εκατόγχειρες. Γύρω του υπήρχε η Νύχτα, χωρισμένη σε τρία τείχη για να μη φτάνουν μέσα οι ακτίνες του ήλιου. Υπήρχε και ένας σιδερένιος πύργος, όπου φρουρούσε η Τισιφόνη, με αιματόχρωμο ένδυμα. Τους ασεβείς τιμωρούσαν στον Τάρταρο οι Ερινύες, χτυπώντας τους με μαστίγια από φίδια και καίγοντάς τους με αναμμένες λαμπάδες. Πίσω τους είχαν για ακολούθους τον Τρόμο, τη Μανία και άλλα τέρατα. Στον Τάρταρο έμεναν αιώνια μερικοί που είχαν καταδικαστεί από τους θεούς. Οι ψυχές των νεκρών ήταν απλές εικόνες των παλιών τους εαυτών, χωρίς πνεύμα ή συνείδηση. Μόνο ο μάντης Τειρεσίας αναφέρεται πως διατήρησε στον Ά. τη συνείδησή του και την κρίση του, κατά παραχώρηση της Περσεφόνης. Αλλά οι νεκροί μπορούσαν, πίνοντας αίμα ζώων, να ξαναβρίσκουν τη συνείδησή τους και την ικανότητά τους να μιλούν και πάλι. Άγαλμα του Άδη, θεού του Κάτω Κόσμου, με τον χαρακτηριστικό σύντροφό του, τον σκύλο Κέρβερο (Μουσείο της Βίλα Μποργκέζε, Ρώμη· φωτ. Gilardi).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ᾅδης — ao masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άδης — (θηλ. άδα) κατάληξη πατρωνυμικών και μητρωνυμικών ονομάτων, που σημαίνουν γιο, κόρη ή, γενικά, απόγονο, όπως Ασκληπιός άδης, Τελαμών ιάδης κ.λπ. πρβλ. νεώτ. Γεώργιος άδης, Δημήτριος άδης …   Dictionary of Greek

  • Άδης — ο ο τόπος που πάνε οι ψυχές ύστερα από το θάνατο, ο κάτω κόσμος, σκοτάδι, μαυρίλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἄδης — Ἄδα fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅδης — ἔδης , δέω 1 bind imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἔδης , δέω 2 lack imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἔδης , δεῖ there is need imperf ind act 2nd sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾄδῃς — ἀείδω il.Parv.. pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅιδη — ᾍδης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅιδην — ᾍδης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅιδης — ᾍδης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅιδου — ᾍδης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”